φωνηεντόληκτος

φωνηεντόληκτος
-η, -ο, Ν
1. γλωσσ. (για λέξη) αυτός τού οποίου το θέμα λήγει σε φωνήεν
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φωνηεντόληκτα
(γλωσσ.-γραμμ.) α) κατηγορία τών τριτόκλιτων ουσιαστικών τής Αρχαίας Ελληνικής τών οποίων το θέμα λήγει σε φωνήεν, δηλαδή έχει φωνηεντικό χαρακτήρα, όπως λ.χ. η λέξη πόλ-ις / πόλε-ως
β) κατηγορία ρημάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής, τα οποία έχουν φωνηεντικό χαρακτήρα, όπως είναι το ρήμα λύ-ω ή τα νεοασυναίρετα σε -άω, όπως λ.χ. το μιλά-ω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνήεν, -εντος + ληκτος (< λήγω), πρβλ. συμφωνό-ληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωνηεντόληκτος — η, ο (για λέξεις), αυτός που καταλήγει σε φωνήεν: Φωνηεντόληκτα ρήματα (που έχουν χαρακτήρα φωνήεν) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”